ὑπέμενον

ὑπέμενον
ὑφίημι
let down
aor part mid masc acc sg (ionic)
ὑφίημι
let down
aor part mid neut nom/voc/acc sg (ionic)
ὑπομένω
stay behind
imperf ind act 3rd pl
ὑπομένω
stay behind
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οχυρότητα — η (ΑΜ ὀχυρότης) [οχυρός] η ιδιότητα τού οχυρού («ταῑς ὀχυρότησι τῶν τόπων ὑπέμενον», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • προσανέχω — Α [ἀνέχω] 1. κρατώ ακόμη 2. περιμένω κάτι με υπομονή 3. αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον 4. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι 5. μτφ. έχω εμπιστοσύνη, βασίζομαι σε κάτι («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῑς ἐλπίσι τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”